Χαλκιδεύς

Χαλκιδεύς
Σπαρτιάτης ναύαρχος, μαζί με τον οποίο ο Αλκιβιάδης, μετά την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία (412 π.Χ.), ξεσήκωσε τους Ίωνες συμμάχους των Αθηναίων, να επαναστατήσουν. Αρχικά κατόρθωσε να ξεσηκώσει τη Χίο, τις Ερυθρές και τις Κλαζομενές, έπειτα δε, με τη βοήθεια του στόλου της Χίου, την Τέω και τη Μίλητο, οπότε και υπογράφτηκε η πρώτη συνθήκη των Λακεδαιμονίων με τον Τισσαφέρνη. Eν τω μεταξύ όμως έφτασαν οι Αθηναίοι με τα 20 πλοία τους που βρίσκονταν στη Λάδη και κατόρθωσαν να περιορίσουν τον X. στη Μίλητο και αφού αποβιβάστηκαν στην Πάνορμο της Μιλησίας, σκότωσαν τον X. πριν προλάβει να συνενωθεί με τον αρχιναύαρχο των Λακεδαιμονίων Αντίοχο.
* * *
-έως, ὁ, ΜΑ
βλ. Χαλκιδέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Χαλκιδεύς — inhabitant of Chalcis masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδεῖ — Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια …   Dictionary of Greek

  • Χαλκιδέας — ο / Χαλκιδεύς, έως, ΝΜΑ 1. κάτοικος τής Χαλκίδας, Χαλκιδαίος 2. κάτοικος τής Χαλκιδικής αρχ. ως προσηγ. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκιδεύς δειλός». [ΕΤΥΜΟΛ. < Χαλκίς, ίδος + κατάλ. εύς*] …   Dictionary of Greek

  • Χαλκιδεῖς — masc acc pl Χαλκιδεῖς masc nom/voc pl (parad form) Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc acc pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδῆς — Χαλκιδεῖς masc nom pl Χαλκιδεῖς masc nom/voc pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδέων — Χαλκιδεῖς masc gen pl Χαλκιδέω̆ν , Χαλκιδεῖς masc gen pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc gen pl Χαλκιδέω̆ν , Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδέως — Χαλκιδέω̆ς , Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc gen sg Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταιναριεύς — έως, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ιθαγενής, αυτόχθονας τού ακρωτηρίου Ταινάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταίναρος / Ταίναρον (πρβλ. Ταινάριος) + κατάλ. εύς (πρβλ. Χαλκιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • καλλίας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ιερέας των Ελευσίνιων μυστηρίων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φαινίππου και πατέρας του Ιππονίκου. Καταγόταν από μία από τις πιο αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, η οποία κατείχε με κληρονομικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”