Χαλκιδεύς — inhabitant of Chalcis masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλκιδεῖ — Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια … Dictionary of Greek
Χαλκιδέας — ο / Χαλκιδεύς, έως, ΝΜΑ 1. κάτοικος τής Χαλκίδας, Χαλκιδαίος 2. κάτοικος τής Χαλκιδικής αρχ. ως προσηγ. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκιδεύς δειλός». [ΕΤΥΜΟΛ. < Χαλκίς, ίδος + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
Χαλκιδεῖς — masc acc pl Χαλκιδεῖς masc nom/voc pl (parad form) Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc acc pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλκιδῆς — Χαλκιδεῖς masc nom pl Χαλκιδεῖς masc nom/voc pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλκιδέων — Χαλκιδεῖς masc gen pl Χαλκιδέω̆ν , Χαλκιδεῖς masc gen pl Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc gen pl Χαλκιδέω̆ν , Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλκιδέως — Χαλκιδέω̆ς , Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc gen sg Χαλκιδεύς inhabitant of Chalcis masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταιναριεύς — έως, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ιθαγενής, αυτόχθονας τού ακρωτηρίου Ταινάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταίναρος / Ταίναρον (πρβλ. Ταινάριος) + κατάλ. εύς (πρβλ. Χαλκιδεύς)] … Dictionary of Greek
καλλίας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ιερέας των Ελευσίνιων μυστηρίων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φαινίππου και πατέρας του Ιππονίκου. Καταγόταν από μία από τις πιο αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, η οποία κατείχε με κληρονομικό… … Dictionary of Greek